- φρῑκίασις
- φρῑκίασις, ἡ, u. φρικιασμός, ὁ, Fieberschauer
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρικίαση — η / φρικίασις, άσεως, ΝΜΑ [φρικιῶ] ρίγος, ανατριχίλα, τρεμούλιασμα νεοελλ. μτφ. ελαφρός κυματισμός υδάτινης επιφάνειας … Dictionary of Greek